- ῥαβδοειδές
- ῥαβδοειδήςstripedmasc/fem voc sgῥαβδοειδήςstripedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ραβδοειδές πλαίσιο — Το σύνολο ραβδοειδών σχηματισμών, που βρίσκονται στην επιφάνεια ορισμένων κυττάρων του ανθρώπου και των ζώων. Αποτελείται από μεμονωμένες κυτταροπλασματικές προεξοχές, τις «τρίχες», οι οποίες, όπως και στις βούρτσες, είναι τοποθετημένες στην… … Dictionary of Greek
PELTA — non minus ac Certa, breve scutum, parmabrevius et mobilius. Cetris enim non dissimiles Peltas fuisse Eruditi observant. Claud. Aelianus in Tacticis c. 2. Τούτοις γὰρ πέλτης μικρόν ἐςτι καὶ ἐλαφρὸν ὅπλον. Suidas et Index vocum militar. Πέλτη,… … Hofmann J. Lexicon universale
QUADRATURAE Vitreae — occurruntapud Vopiscum in Firmo, c. 3. De huius diviti is multa dicuntur. Nam et vitre is quadraturis bitumine aliisque medicamentis insertis domum instruxisse perhibetur. Inter alia enim parietum ornamenta, de quibus retro diximus, solebant… … Hofmann J. Lexicon universale
κολοβακτήριο — Κινητό βακτήριο της τάξης των ευβακτηρίων· η επιστημονική του ονομασία είναι Escherichia coli, ενώ παλαιότερα ήταν γνωστό ως Bacterium coli. Έχει ραβδοειδές σχήμα, δεν σχηματίζει σπόρια και είναι αρνητικό κατά Γκραμ. Είναι αερόβιο, ζει όμως και… … Dictionary of Greek
επίδοτο — Πυριτικό ορυκτό που παρουσιάζεται σε διάφορες ποικιλίες οι οποίες αποτελούν έτσι μια οικογένεια. Η βασική μορφή του ορυκτού περιέχει ασβέστιο, αργίλιο, σίδηρο, πυρίτιο, οξυγόνο και υδρογόνο με χημικό τύπο [Ca2(Fe,Al) Al2(SiO4)(SiO7)O(OH)]. Η… … Dictionary of Greek
μικύλλιο — Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη βοτανική για να χαρακτηριστούν οι συσσωρεύσεις μικροσκοπικών κυττάρων, αργότερα όμως επεκτάθηκε στα συμπλέγματα μορίων ή ιόντων διαλύτη σ’ ένα διάλυμα. Μερικοί τύποι ουσιών, οι οποίες μέσα σ’ ένα πολύ αραιό… … Dictionary of Greek